ορεχτικός
Смотреть что такое "ορεχτικός" в других словарях:
ορεκτικός — ορεκτικός, ή, ό και ορεχτικός, ή, ό 1. για φαγητό, αυτός που κινεί την όρεξη: Ορεκτικά φαγητά. 2. αυτός που προκαλεί τον πόθο, την επιθυμία του άλλου: Ορεκτική γυναίκα. 3. ως ουσ., ορεκτικό, το και ορεκτικά, τα καθετί που τρώγεται πριν από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικάντικος — η, ο (από λ. ιταλ.), νόστιμος, ορεχτικός: Είχαν πολλά και πικάντικα φαγητά στο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)